- φερετροπωλείο
- το, Νκατάστημα όπου πωλούνται φέρετρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρετρο + -πωλείο (< -πώλης*), πρβλ. βιβλιο-πωλείο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φερετροπωλείο — το κατάστημα όπου πουλιούνται φέρετρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)